συντροφιάζω

συντροφιάζω
§ συντρόφιασε ο κακός καιρός με τον ασβολωμένο посл, два сапога пара

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συντροφιάζω" в других словарях:

  • συντροφιάζω — Ν [σύντροφος] 1. κάνω με κάποιον συντροφιά, συναναστρέφομαι 2. συνεργάζομαι, συνεταιρίζομαι 3. μέσ. συντροφιάζομαι (στον Ερωτόκρ.) αποκτώ σύντροφο ζωής, αποκτώ σύζυγο («από μικρός παντρέφτηκε και συντροφιάσθη ομάδι», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • συντροφιαστός — ή, ό, Ν [συντροφιάζω] αυτός που πηγαίνει κάπου μαζί με άλλον («από νωρίς τ απόγιομα συντροφιαστές κινούσι», Ερωτόκρ.). επίρρ... συντροφιαστά Ν με τη συνοδεία κάποιου, με συντροφιά …   Dictionary of Greek

  • συντροφεύω — και συντροφιάζω συντρόφεψα και συντρόφιασα, συντροφεμένος 1. είμαι σύντροφος κάποιου, του κάνω παρέα: Κάθεται στο σπίτι και συντροφεύει τους γονείς της. 2. πάω μαζί με κάποιον: Τον συντρόφευε η σύζυγός του σ αυτό το ταξίδι. 3. συνεταιρίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»